- στυλιστική
- η стилистика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Όιστραχ, Νταβίντ Φιοντόροβιτς — (David Fyodorovich Oistrakh, Οδησσός 1908 – Άμστερνταμ 1974). Ρώσος βιολιστής. Γιος μουσικών, άρχισε να μαθαίνει βιολί σε ηλικία 5 ετών και γρήγορα επέδειξε εξαιρετικό ταλέντο. Πήρε το δίπλωμα του στο Ωδείο Οδησσού και μετά, με την υποστήριξη του … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
στυλιστικός — και στιλιστικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στυλ 2. το θηλ. ως ουσ. η στυλιστική η υφολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. stylistic (βλ. και λ. στυλ)] … Dictionary of Greek
Παζολίνι, Πιερ Πάολο — (Pasolini, Mπολόνια 1922 – Pώμη 1975). Ιταλός ποιητής, συγγραφέας και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Έγραψε τους πρώτους στίχους του στη διάλεκτο του Φριούλι, τόπο καταγωγής της μητέρας του, όπου έζησε μερικά χρόνια. Πήρε το πτυχίο της φιλολογίας … Dictionary of Greek
Σούμπερτ, Φραντς — (Schubert). Αυστριακός συνθέτης (Λίχτενταλ, Βιέννη 1797 Βιέννη 1828). Αφού πήρε μέσα στο σπίτι του την πρώτη μουσική μόρφωση, συνέχισε έπειτα στην εκκλησία της ενορίας του, όπου μελέτησε τραγούδι και εκκλησιαστικό όργανο και το 1808 έγινε μέλος… … Dictionary of Greek